- πάλαιμι
- πάλαιμι (Α)(αιολ. τ.) βλ. παλαίω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλαιμι — πά̱λαιμι , πάλλω poise aor opt act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίω — παλαίω, αιολ. τ. πάλαιμι, βοιωτ. τ. παλήω (Α) παλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. παλαίω εμφανίζει πιθ. επίθημα * ye / yo (πρβλ. κερ αίω, λαγ αίω), οπότε οι τ. τού μέλλ. και αορ. παλαίσω, ἐπάλαισα πρέπει να θεωρηθούν… … Dictionary of Greek